αλιναιέτης — ἁλιναιέτης, ο (Α) αυτός που κατοικεί, που διαβιεί στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (<ἃλς) + ναιέτης < ναίω*, ναιετῶ* «κατοικώ, διαμένω»] … Dictionary of Greek
μετανάστης — ο, θηλ. μετανάστρια (ΑΜ μετανάστης, θηλ. μετανάστις και μετανάστρια) αυτός που εγκαταλείπει εκούσια τον τόπο διαμονής του για να μεταβεί σε άλλο τόπο, απόδημος μσν. μέτοχος («τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων μετανάστης γενόμενος», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. αυτός … Dictionary of Greek
μεταναιέτης — μεταναιέτης, ὁ (Α) αυτός που κατοικεί με κάποιον, που συγκατοικεί, ο συγκάτοικος («παῑδας δ ἤματα πάντα ἑοῡ μεταναιέτας εἶναι», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ναιέτης «κάτοικος» (< ναιετῶ «κατοικώ»), πρβλ. περιναιέτης] … Dictionary of Greek
μεταναιετώ — μεταναιετῶ, άω (Α) κατοικώ με κάποιον, συγκατοικώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ναιετῶ «κατοικώ»] … Dictionary of Greek
ναιέτις — ναιέτις, ἡ (Α) η κάτοικος, η ένοικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναίω + επίθημα ις. Λ. σχηματισμένη πιθ. κατ επίδραση τού ναιετῶ] … Dictionary of Greek
παραναιετώ — άω, Α κατοικώ κοντά ή παραπλεύρως κάποιου, γειτονεύω με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ναιετῶ «κατοικώ»] … Dictionary of Greek